- πραγματισμός
- (pragmatisme). Τάση της σύγχρονης φιλοσοφίας της οποίας το όνομα (από την ελληνική λέξη πράγμα) υπογραμμίζει ότι το κριτήριο για την αξιολόγηση κάθε θεωρητικής αρχής αποτελείται από τις πρακτικές συνέπειες που προκύπτουν από αυτήν, θεμελιωτής της υπήρξε ο Αμερικανός Τσαρλς Σάντερς Περς (1839 – 1917), αξιόλογος μελετητής των μαθηματικών και της συμβολικής λογικής, στον οποίο ανήκει η επεξεργασία του αρχικού θεωρητικού πυρήνα του π. Η σκέψη παράγει πεποιθήσεις και οι πεποιθήσεις είναι κανόνες ενέργειας· γι’ αυτό στην ενέργεια και μόνο σε αυτήν μπορεί να βρεθεί η έννοια και η αξία της σκέψης. Η αναγωγή αυτή της ανθρώπινης γνώσης σε όργανο ενέργειας κάνει τον π. να συγγενεύει με τον συμβατισμό και προϋποθέτει μια κριτική αντιμετώπιση της παλαιάς θετικιστικής η αντικειμενικής αντίληψης της γνώσης. Οι θεωρίες δεν είναι πιστές αναπαραστάσεις μιας αντικειμενικής πραγματικότητας· είναι σχήματα, με τα οποία οργανώνουμε ή ανάγουμε σε ενότητες μια ομάδα φαινομένων. Η εκλογή του σχήματος ή της θεωρίας που γίνεται αποδεκτή είναι καρπός μιας σύμβασης, με την έννοια ότι μία θεωρία δεν είναι πιο αληθινή ή λιγότερο αληθινή από μια άλλη, αλλά απλώς περισσότερο ή λιγότερο γόνιμη, περισσότερο ή λιγότερο βολική για την ερμηνεία ορισμένων φαινομένων και για τη δυνατότητά μας να επιδράσουμε πάνω σε αυτά. Εκείνο όμως που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τον π. είναι η βιταλιστική τάση του. Σκέπτομαι σημαίνει παράγω σκοπούς, πεποιθήσεις και αναζητώ τα μέσα για την πραγματοποίησή τους· επομένως κάθε έννοια είναι κανόνας ενέργειας. Τελικός σκοπός της σκέψης είναι η άσκηση της θέλησης και η παραγωγή συνηθειών ενέργειας, τύπων συμπεριφοράς, προτύπων ζωής. Ο φιλόσοφος στον οποίο ο π. οφείλει το ανέβασμά του στο επίπεδο ενός από τα μεγάλα φιλοσοφικά ρεύματα του νεότερου κόσμου είναι ο Ουίλιαμ Τζέιμς, καθηγητής πρώτα της ψυχολογίας και ύστερα της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, που έδωσε στην πραγματιστική τάση έναν έντονο χαρακτήρα ηθικού και θρησκευτικού φιντεϊσμού. Η σκέψη δεν έχει το δικαίωμα να καταπνίγει ή να εμποδίζει πεποιθήσεις που είναι χρήσιμες και αναγκαίες για μια αποτελεσματική δράση στον κόσμο, με το πρόσχημα ότι δεν έχουν επιστημονικά επαληθευτεί, γιατί η καλύτερη επαλήθευση μιας πεποίθησης, και επομένως και των θρησκευτικών και ηθικών πεποιθήσεων, βρίσκεται ακριβώς στην ικανότητά τους να παρακινούν και να κινητοποιούν τις ενέργειες και τη ζωτική δραστηριότητα του ανθρώπου. Αν επομένως η εκλογή μιας πίστης συνεπάγεται έναν κίνδυνο, άρα και ένα είδος διάψευσης, η πίστη έχει από το άλλο μέρος αυτό το θεμελιώδες πλεονέκτημα· ότι μπορεί να προκαλέσει την ίδια της την επαλήθευση, όπως βλέπουμε προπάντων στις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, όπου η συμπάθεια, η αγάπη κατακτώνται με την πίστη στη δυνατότητά τους. Οι ίδιοι οι κοινωνικοί οργανισμοί, είτε είναι μεγάλοι είτε μικροί, στηρίζονται στην εμπιστοσύνη ότι ο καθένας θα κάνει εκείνο που πρέπει. Αυτή η έντονα αισιόδοξη αντίληψη του π. του Τζέιμς, καθώς και του Φέρντιναντ Κάνινγκ Σίλερ, που υπήρξε ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του π. στην Αγγλία, δεν είναι ωστόσο αρκετή για να κρύψει το ουσιαστικά αγνωστικιστικό και αντιορθολογικό στοιχείο που χαρακτηρίζει αυτό τον προσανατολισμό. Η σκέψη πρέπει να είναι ωφέλιμη στη ζωή, το μόνο κριτήριο με το οποίο μπορούμε να κρίνουμε μια θεωρία είναι η επιτυχία, γιατί την αληθινή αλήθεια είναι αδύνατο να τη γνωρίσουμε. Αυτό το ρασιοναλιστικό φόντο του π. του Τζέιμς και του Σίλερ φαίνεται καθαρότερα όταν το αντιτάξουμε στην ερμηνεία του π. που δίνει ο Τζον Ντιούι. Κατά την ερμηνεία αυτή, ωφελιμότητα και αλήθεια δεν εμφανίζονται πια διαχωρισμένες ή ακόμα και αντίθετες η μία από άλλη, αλλά παρουσιάζονται ως δύο όψεις της ίδιας πραγματικότητας. Η γνώση πρέπει να είναι όργανο για την ενέργεια, για την επέμβασή μας στη ζωή· αληθινά ωφέλιμη όμως και πρακτική είναι μόνο η γνώση που μπορεί να επαληθευτεί επιστημονικά. Γόνιμη για τη δράση είναι μόνο η αληθινή γνώση, η επιστήμη. Κάθε σκοπιμότητα, κάθε αξία που, όπως η θρησκευτική πίστη, δεν επιδέχεται πειραματικό έλεγχο, πρέπει να καταδικάζεται και να απορρίπτεται. Σκοπός της νοητικής δραστηριότητας δεν είναι η παραγωγή τύπων συμπεριφοράς, προτύπων για τη ζωή, οποιαδήποτε και αν είναι αυτά· αντίθετα μάλιστα, σκοπός της είναι να δημιουργήσει μια συνήθεια ενέργειας που να είναι πάντα ανοιχτή στη δημοκρατική συζήτηση και στον πειραματικό έλεγχο. Εκείνο όμως που μένει πάντα κοινό σε όλες τις διάφορες μορφές του π. είναι η προβολή της εμπειρίας προς το μέλλον.
Αντίθετα προς τον κλασικό εμπειρισμό, η εμπειρία δεν είναι η εμπειρία του παρελθόντος, προϋπόθεση και αιτία της γνώσης, αλλά είναι η μελλοντική εμπειρία, δοκιμαστική τράπεζα της ανθρώπινης γνώσης.
* * *ο, Ν(φιλοσ.) φιλοσοφική σχολή που κυριάρχησε στις ΗΠΑ κατά το α' τέταρτο τού 20ού αιώνα και η οποία βασίζεται στην αρχή ότι η χρησιμότητα, η εφαρμοσιμότητα και η πρακτικότητα τών ιδεών, τών τρόπων ενέργειας και τών σχεδίων είναι τα κριτήρια τής αξίας τους, ότι η πράξη έχει προτεραιότητα έναντι τής θεωρίας, καθώς και τής εμπειρίας έναντι τών αμετάβλητων αρχών και υποστηρίζει ότι οι ιδέες δανείζονται τα νοήματά τους από τις συνέπειές τους και την αλήθειά τους από την επαλήθευση τους, ότι είναι, δηλαδή, κατ' ουσίαν εργαλεία και σχέδια δράσης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pragmatism (< πραγματικός + -ισμός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα].
Dictionary of Greek. 2013.